- ἀποσκελίσαι
- ἀποσκελίσαι: παιδικὴν ὄρχησιν ὀρχήσασθαι, Hsch. (-ῆσαι cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποσκελίσαι — ἀπό σκελίζω Fr.inc. aor inf act ἀποσκελίσαῑ , ἀπό σκελίζω Fr.inc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)